- Σκιρίτης
- ὁ, θηλ. Σκιρῑτις, -ίτιδος, ΜΑ [Σκῑρος]1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Σκιρῑταιοι κάτοικοι τής επαρχίας Σκιρίτιδος2. το θηλ. δωδεκάπολη τής Καρίαςαρχ.1. (το αρσ. στον πληθ.) επίλεκτο σώμα τού σπαρτιατικού στρατού, αποτελούμενο από εξακόσιους πεζούς που μάχονταν στο αριστερό κέρας, κοντά στον βασιλιά, και οι οποίοι προέρχονταν από την αρκαδική επαρχία Σκιρίτιδας2. το θηλ. διαμέρισμα, επαρχία τής Λακωνίας από την οποία προέρχονταν, αρχικά τουλάχιστον, οι στρατιώτες που μετείχαν στο σώμα τών Σκιριτών.
Dictionary of Greek. 2013.